- ψιθύρα
- ψῐθύρα [pron. full] [ῠ], ἡ, a Libyan (esp. Trog(l)odyte) musical instrument, identified by some with the ἄσκαρος, Poll.4.60;A
ψιθυρᾶν μάλ' αἰολᾶν S.Inach.
in PTeb.692 iii 1 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψιθυρᾶν μάλ' αἰολᾶν S.Inach.
in PTeb.692 iii 1 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψιθύρα — ψιθύρᾱ , ψιθύρα fem nom/voc/acc dual ψιθύρᾱ , ψιθύρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθύρα — ἡ, Α λιβυκό ή θρακικό μουσικό όργανο με τετράγωνο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που στην Ελληνική έχει σχηματιστεί πιθ. κατ επίδραση τού ρ. ψιθυρίζω, με το οποίο και έχει συνδεθεί παρετυμολογικά. Στον σχηματισμό τής λ. έχουν παίξει ρόλο πιθ. και τα… … Dictionary of Greek
ψίθυρα — ψίθυρος whispering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθύραν — ψιθύρᾱν , ψιθύρα fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλίκια — Απόδοση της λατινικής λέξης delicia ή deliciae, που αναφερόταν στα παιδιά που χρησίμευαν ως ζωντανός διάκοσμος ή για διασκέδαση των γυναικών. Το έθιμο μεταφέρθηκε από την αρχαία Ρώμη στην Αλεξάνδρεια, όπου η Κλεοπάτρα είχε στην ακολουθία της… … Dictionary of Greek